- σύνδενδρος
- ος , ον поросший деревьями, лесистый (о местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύνδενδρος — thickly wooded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] … Dictionary of Greek
σύνδενδρον — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem acc sg σύνδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδένδροις — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδένδρου — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδένδρους — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδένδρων — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδένδρῳ — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδενδρα — σύνδενδρος thickly wooded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδενδροι — σύνδενδρος thickly wooded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek